- Γηραίῳ
- Γήραιοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηραιῷ — γηραιός aged masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιῶι — γηραιῷ , γηραιός aged masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… … Dictionary of Greek